στησίχορος NOUN

Count: 223

ShortDef

establishing or leading χοροί
Stesichorus

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (Στησίχορος)
LSJ (στησίχορος)
Middle Liddell (Στησίχορος)
Middle Liddell (στησίχορος)

Other Lemmas (only diacritic or part-of-speech differences)

στησίχορος (ADJ) 2

Form List

form parse count
Στησίχορος NOM.SG MASC 71
Στησίχορός NOM.SG MASC 8
Στηϲίχοροϲ NOM.SG MASC 4
Ϲτηϲίχοροϲ NOM.SG MASC 3
Στησιχόρειος NOM.SG MASC 1
Ϲτηϲίχορόϲ NOM.SG MASC 1
Στηϲίχορόϲ NOM.SG MASC 1
Στησίχορον ACC.SG MASC 37
Στησίχορόν ACC.SG MASC 4
Στησιχόρου GEN.SG MASC 40
Στηϲιχόρου GEN.SG MASC 2
Στησίχορος GEN.SG MASC 1
Στηϲίχοροϲ GEN.SG MASC 1
Στησιχόρῳ DAT.SG MASC 19
Ϲτηϲιχόρῳ DAT.SG MASC 2
Στηϲιχόρῳ DAT.SG MASC 1
Στησίχορε VOC.SG MASC 7
ἐπιγράμμαϲιν DAT.PL MASC 1
Στησίχορον ACC.SG FEM 1
Στησιχόρου GEN.SG FEM 1
Ἐπιγράμμαϲιν DAT.PL FEM 13
ἐπιγράμμαϲιν DAT.PL FEM 2
Στησιχορείου GEN.SG NEUT 2