ὀρεκτικός ADJ

Count: 366

ShortDef

of or for the desires, appetitive

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (ὀρεκτικός)
LSJ (ὀρεκτικός)
Middle Liddell (ὀρεκτικός)

Other Lemmas (only diacritic or part-of-speech differences)

ὀρεκτικός (NOUN) 4
ὀρεκτικός (ADV) 2
ὁρεκτικός (ADJ) 1
ὀρεκτικός (VERB) 1

Form List

form parse count
ὀρεκτικὸς NOM.SG MASC 10
ὀρεκτικός NOM.SG MASC 5
ὀρεκτικόν ACC.SG MASC 1
ὀρεκτικοῦ GEN.SG MASC 2
ὀρεκτικῷ DAT.SG MASC 2
ὀρεκτικοὶ NOM.PL MASC 3
ὀρεκτικοὺς ACC.PL MASC 1
ὀρεκτικούς ACC.PL MASC 1
ὀρεκτικὴ NOM.SG FEM 31
ὀρεκτική NOM.SG FEM 10
ὀρεκτικὴν ACC.SG FEM 20
ὀρεκτικήν ACC.SG FEM 6
ὀρεκτικῆς GEN.SG FEM 20
ὀρεκτικῇ DAT.SG FEM 3
ὀρεκτικά VOC.SG FEM 1
ὀρεκτικαὶ NOM.PL FEM 6
ὀρεκτικαί NOM.PL FEM 4
ὀρεκτικὰς ACC.PL FEM 7
ὀρεκτικάς ACC.PL FEM 2
ὀρεκτικῶν GEN.PL FEM 4
ὀρεκτικαῖς DAT.PL FEM 2
ὀρεκτικὸν NOM.SG NEUT 71
ὀρεκτικόν NOM.SG NEUT 42
ungerecht NOM.SG NEUT 1
ὀρεκτικὸν ACC.SG NEUT 33
ὀρεκτικόν ACC.SG NEUT 18
ὀρεκτικοῦ GEN.SG NEUT 29
ὀρεκτικῷ DAT.SG NEUT 15
ὀρεκτικὰ NOM.PL NEUT 2
ὀρεκτικά NOM.PL NEUT 1
ὀρεκτικὰ ACC.PL NEUT 2
ungerecht ACC.PL NEUT 1
ὀρεκτικῶν GEN.PL NEUT 7
ὀρεκτικώτεροϲ COMP NOM.SG MASC 1
ὀρεκτικώτεροι COMP NOM.PL MASC 1
ὀρεκτικωτέρους COMP ACC.PL MASC 1