διδακτός ADJ

Count: 296

ShortDef

taught, learnt

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (διδακτός)
LSJ (διδακτός)
Slater Pindar (διδακτός)
Middle Liddell (διδακτός)

Other Lemmas (only diacritic or part-of-speech differences)

διδακτός (NOUN) 23
διδακτός (VERB) 2
δίδακτος (ADJ) 1
διδακτός (ADV) 1

Form List

form parse count
διδακτὸς NOM.SG MASC 3
διδακτὸν ACC.SG MASC 4
διδακτόν ACC.SG MASC 3
διδακτοῦ GEN.SG MASC 2
διδακτῷ DAT.SG MASC 1
διδακτοὶ NOM.PL MASC 8
διδακτοί NOM.PL MASC 1
διδακτοὺς ACC.PL MASC 5
διδακτῶν GEN.PL MASC 1
διδακτοῖς DAT.PL MASC 26
διδακτή NOM.SG FEM 15
διδακτὴ NOM.SG FEM 5
διδακτός NOM.SG FEM 1
διδακτὴν ACC.SG FEM 8
διδακτὸν ACC.SG FEM 6
διδακτήν ACC.SG FEM 3
διδακτόν ACC.SG FEM 2
διδακτῆς GEN.SG FEM 2
διδακτοῦ GEN.SG FEM 1
διδακταί NOM.PL FEM 3
διδακτὰς ACC.PL FEM 3
διδακτάς ACC.PL FEM 1
διδακτῶν GEN.PL FEM 1
διδακταῖς DAT.PL FEM 3
διδακτόν NOM.SG NEUT 78
διδακτὸν NOM.SG NEUT 45
διδακτὸν ACC.SG NEUT 18
διδακτόν ACC.SG NEUT 5
διδακτοῦ GEN.SG NEUT 1
διδακτὰ NOM.PL NEUT 6
διδακτά NOM.PL NEUT 5
διδακτ NOM.PL NEUT 1
διδακτὰ ACC.PL NEUT 8
διδακτά ACC.PL NEUT 3
διδάκτʼ ACC.PL NEUT 1
διδακτῶν GEN.PL NEUT 1
διδακτοῖς DAT.PL NEUT 14
διδακταὶ SUP NOM.PL FEM 2