ἀναλυτικός ADJ

Count: 376

ShortDef

analytical

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (ἀναλυτικός)
LSJ (ἀναλυτικός)

Other Lemmas (only diacritic or part-of-speech differences)

ἀναλυτικός (ADV) 10
ἀναλυτικός (NOUN) 12
αναλυτικός (ADJ) 5
αναλυτικός (NOUN) 2
αναλυτικός (ADV) 1
άναλυτικός (ADJ) 1
ἁναλυτικός (ADJ) 1

Form List

form parse count
ἀναλυτικὸς NOM.SG MASC 1
ἀναλυτικόν ACC.SG MASC 1
ἀναλυτικοῦ GEN.SG MASC 1
Ἀναλυτικῶν GEN.PL MASC 1
ἀναλυτικῶν GEN.PL MASC 1
Ἀναλυτικοῖς DAT.PL MASC 30
ἀναλυτικοῖς DAT.PL MASC 19
Ἀναλυτικόῖς DAT.PL MASC 1
ἀναλυτικὴ NOM.SG FEM 19
ἀναλυτική NOM.SG FEM 14
Ἀναλυτικὰ NOM.SG FEM 1
ἀναλυτικὴν ACC.SG FEM 9
ἀναλυτικήν ACC.SG FEM 2
ἀναλυτικῆς GEN.SG FEM 17
Ἀναλυτικῆς GEN.SG FEM 1
ἀναλυτικῇ DAT.SG FEM 4
Ἀναλυτικῇ DAT.SG FEM 1
ἀναλυτικὰς ACC.PL FEM 3
ἀναλυτικάς ACC.PL FEM 1
Ἀναλυτικῶν GEN.PL FEM 1
ἀναλυτικῶν GEN.PL FEM 1
Ἀναλυτικὸ NOM.SG NEUT 1
ἀναλυτικόν ACC.SG NEUT 2
ἀναλυτικὸν ACC.SG NEUT 1
ἀναλυτικῷ DAT.SG NEUT 2
Ἀναλυτικὰ NOM.PL NEUT 10
ἀναλυτικά NOM.PL NEUT 5
ἀναλυτικὰ NOM.PL NEUT 5
Ἀναλυτικά NOM.PL NEUT 2
ἀναλυτικὰ ACC.PL NEUT 6
Ἀναλυτικὰ ACC.PL NEUT 6
Ἀναλυτικά ACC.PL NEUT 3
ἀναλυτικά ACC.PL NEUT 2
ἀναλυτικῶν GEN.PL NEUT 79
Ἀναλυτικῶν GEN.PL NEUT 36
Ἀναλυτικῶνʼ GEN.PL NEUT 3
ἀναλυτικοῖς DAT.PL NEUT 48
Ἀναλυτικοῖς DAT.PL NEUT 34
Ἀναλυτικοῖϲ DAT.PL NEUT 1
᾿Αναλυτικοῖς DAT.PL NEUT 1