διακριτικός ADJ

Count: 258

ShortDef

piercing, penetrating

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (διακριτικός)
LSJ (διακριτικός)

Other Lemmas (only diacritic or part-of-speech differences)

διακριτικός (ADV) 5
διακριτικός (NOUN) 2

Form List

form parse count
διακριτικὸς NOM.SG MASC 5
διακριτικός NOM.SG MASC 2
διακριτικὸν ACC.SG MASC 6
διακριτικόν ACC.SG MASC 4
διακριτικῷ DAT.SG MASC 2
διακριτικοὺς ACC.PL MASC 3
διακριτικοῖς DAT.PL MASC 1
διακριτικὴ NOM.SG FEM 14
διακριτική NOM.SG FEM 6
διακριτικὴν ACC.SG FEM 22
διακριτικήν ACC.SG FEM 4
διακριτικῆς GEN.SG FEM 8
διακριτικοῦ GEN.SG FEM 1
διακριτικῇ DAT.SG FEM 1
διακριτικαὶ NOM.PL FEM 1
διακριτικαί NOM.PL FEM 1
διακριτικὸν NOM.SG NEUT 80
διακριτικόν NOM.SG NEUT 14
διακριτικὸν ACC.SG NEUT 45
διακριτικόν ACC.SG NEUT 3
διακριτικοῦ GEN.SG NEUT 9
διακριτικῷ DAT.SG NEUT 3
διακριτικὰ NOM.PL NEUT 13
διακριτικά NOM.PL NEUT 4
διακριτικὰ ACC.PL NEUT 2
διακριτικά ACC.PL NEUT 1
διακριτικῶν GEN.PL NEUT 1
διακριτικοῖς DAT.PL NEUT 1
διακριτικώτερον COMP ACC.SG NEUT 1