μετριότης NOUN

Count: 224

ShortDef

moderation

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (μετριότης)
LSJ (μετριότης)
Lexicon Thucydideum (μετριότης)
Middle Liddell (μετριότης)

Other Lemmas (only diacritic or part-of-speech differences)

μετριότης (NOUN) 1

Form List

form parse count
μετριότης NOM.SG FEM 28
μετριότηϲ NOM.SG FEM 1
μετριότητα ACC.SG FEM 80
μετριότητά ACC.SG FEM 2
μετριότητος GEN.SG FEM 70
μετριότητός GEN.SG FEM 3
μετριότητοϲ GEN.SG FEM 1
μετριότητι DAT.SG FEM 26
μετριότητί DAT.SG FEM 1
μετριότητες NOM.PL FEM 5
μετριότητας ACC.PL FEM 5
μετριότητάς ACC.PL FEM 1
μετριότησιν DAT.PL FEM 1