ματαιότης NOUN

Count: 203

ShortDef

vanity, purposelessness

Dictionaries

LSJ (ματαιότης)

Other Lemmas (only diacritic or part-of-speech differences)

ματαιότης (ADJ) 6
ματαιότης (VERB) 1
ματαιοτης (NOUN) 1

Form List

form parse count
Ματαιότης NOM.SG MASC 2
ματαιότης NOM.SG MASC 1
ματαιότης NOM.SG FEM 51
Ματαιότης NOM.SG FEM 2
ματαιότητα NOM.SG FEM 1
ματαιότητα ACC.SG FEM 45
Ματαιότητα ACC.SG FEM 5
ματαιότητός GEN.SG FEM 3
ματαιότης GEN.SG FEM 2
ματαιότητι DAT.SG FEM 80
ματαιότητες NOM.PL FEM 1
ματαιότητας ACC.PL FEM 7
ματαιότηταϲ ACC.PL FEM 1
ματαιότησιν DAT.PL FEM 1
ματαιότησι DAT.PL FEM 1