διάγραμμα NOUN

Count: 281

ShortDef

that which is marked out by lines, a figure, plan

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (διάγραμμα)
LSJ (διάγραμμα)
Middle Liddell (διάγραμμα)

Other Lemmas (only diacritic or part-of-speech differences)

διάγραμμα (ADJ) 1
διαγραμμα (NOUN) 1
διάγραμμα (NOUN) 1

Form List

form parse count
διάγραμμα NOM.SG NEUT 38
Διάγραμμα NOM.SG NEUT 4
διάγραμμα ACC.SG NEUT 62
διάγαλμα ACC.SG NEUT 1
Διάγραμμά ACC.SG NEUT 1
Διάγραμμα ACC.SG NEUT 1
διαγράμματος GEN.SG NEUT 72
διαγράμματός GEN.SG NEUT 1
διαγράμματι DAT.SG NEUT 81
διάγραμμα ACC.PL NEUT 1
διαυραμμάτων GEN.PL NEUT 1
διαγράμμασιν DAT.PL NEUT 12
διαγράμμασι DAT.PL NEUT 6