λογιστικός ADJ

Count: 490

ShortDef

skilled

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (λογιστικός)
LSJ (λογιστικός)
Middle Liddell (λογιστικός)

Other Lemmas (only diacritic or part-of-speech differences)

λογιστικός (NOUN) 6
λογιστικός (VERB) 1
λόγιστικός (ADJ) 1

Form List

form parse count
λογιστικός NOM.SG MASC 4
λογιστικὸς NOM.SG MASC 3
λογιστικὸν ACC.SG MASC 3
λογιστικοῦ GEN.SG MASC 5
λογιστικῷ DAT.SG MASC 2
λογιστικοὶ NOM.PL MASC 3
λογιστικοί NOM.PL MASC 3
λογιστικοὺς ACC.PL MASC 1
λογιστικῶν GEN.PL MASC 1
λογιστικοῖς DAT.PL MASC 5
λογιστικὴ NOM.SG FEM 26
λογιστική NOM.SG FEM 8
λογιστικὴν ACC.SG FEM 30
λογιστικήν ACC.SG FEM 2
λογιστικῆς GEN.SG FEM 34
λογιστικοῦ GEN.SG FEM 2
λογιστικῇ DAT.SG FEM 6
λογιστικαί NOM.PL FEM 1
λογιστικαῖς DAT.PL FEM 1
λογιστικὸν NOM.SG NEUT 48
λογιστικόν NOM.SG NEUT 40
λογιστικὸν ACC.SG NEUT 86
λογιστικόν ACC.SG NEUT 29
λογιστικοῦ GEN.SG NEUT 78
λογιστικῷ DAT.SG NEUT 55
λογιστικῲ DAT.SG NEUT 1
λογιστικὰ NOM.PL NEUT 2
λογιστικὰ ACC.PL NEUT 1
λογιστικά ACC.PL NEUT 1
Λογιστικῶν GEN.PL NEUT 3
λογιστικῶν GEN.PL NEUT 1
λογιστικοῖς DAT.PL NEUT 4
λογιστικώτατον SUP NOM.SG NEUT 1