κατάσκοπος NOUN

Count: 303

ShortDef

one who keeps a look out, a scout, spy

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (κατάσκοπος)
LSJ (κατάσκοπος)
Lexicon Thucydideum (κατάσκοπος)
Middle Liddell (κατάσκοπος)

Other Lemmas (only diacritic or part-of-speech differences)

κατάσκοπος (ADJ) 103
κατάσκοπος (VERB) 16
κατάσκοπος (NOUN) 1

Form List

form parse count
κατάσκοπος NOM.SG MASC 45
κατάσκοπός NOM.SG MASC 3
κατάσκοπον ACC.SG MASC 19
κατάσκοπόν ACC.SG MASC 1
κατάσκοπο ACC.SG MASC 1
κατασκόπου GEN.SG MASC 4
Σκοπίου GEN.SG MASC 1
κατασκόπῳ DAT.SG MASC 3
κατάσκοποι NOM.PL MASC 66
κατάσκοποί NOM.PL MASC 4
Κατάσκοποί NOM.PL MASC 3
κατασκόπους ACC.PL MASC 86
Κατασκόπους ACC.PL MASC 1
κατασκόπων GEN.PL MASC 57
κατασκόποις DAT.PL MASC 4
καταϲκόποιϲ DAT.PL MASC 1
κατάσκοπος NOM.SG FEM 2
κατασκόπους ACC.PL FEM 1
κατασκόπων GEN.PL FEM 1