βουκόλος NOUN

Count: 346

ShortDef

a cowherd, herdsman

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (βουκόλος)
LSJ (βουκόλος)
Cunliffe (Lex Entries) (βουκόλος)
Middle Liddell (βουκόλος)

Other Lemmas (only diacritic or part-of-speech differences)

βούκολος (NOUN) 50
βουκόλος (ADJ) 19
βουκόλος (VERB) 5
βουκόλος (ADV) 1
βούκολος (ADJ) 1
βούκολος (VERB) 3
βούκολος (NUM) 1

Form List

form parse count
βουκόλος NOM.SG MASC 87
Βουκόλος NOM.SG MASC 6
βουκόλοϲ NOM.SG MASC 6
βουκόλοσ NOM.SG MASC 1
βουκόλον ACC.SG MASC 67
βουκόλο ACC.SG MASC 1
Βουκόλον ACC.SG MASC 1
βουκόλῳ DAT.SG MASC 16
βουκόλε VOC.SG MASC 3
βουκόλʼ VOC.SG MASC 1
βουκόλοι NOM.PL MASC 42
βουκόλους ACC.PL MASC 30
βουκόλων GEN.PL MASC 51
Βουκόλων GEN.PL MASC 2
βουκόλοις DAT.PL MASC 20
Βουκόλοιϲ DAT.PL MASC 3
βουκόλοισιν DAT.PL MASC 2
βουκόλοιϲ DAT.PL MASC 2
βουκόλοισι DAT.PL MASC 1
Βουκόλοις DAT.PL MASC 1
βουκόλοι VOC.PL MASC 1
βουκόλ ACC.PL FEM 1
βουκόλοις DAT.PL FEM 1