διαφθορά NOUN

Count: 518

ShortDef

destruction, ruin, blight, death

Dictionaries

LSJ (διαφθορά)
Lexicon Thucydideum (διαφθορά)
Middle Liddell (διαφθορά)

Other Lemmas (only diacritic or part-of-speech differences)

διαφθορά (ADJ) 2
διαφθορά (VERB) 1
διαφθορὰ (NOUN) 1

Form List

form parse count
διαφθορὰ NOM.SG FEM 51
διαφθορά NOM.SG FEM 12
διαφθορὴ NOM.SG FEM 4
Διαφθορά NOM.SG FEM 1
διαφθορὰν ACC.SG FEM 97
διαφθοράν ACC.SG FEM 91
διαφθορὴν ACC.SG FEM 2
Διαφθορὰν ACC.SG FEM 1
διαφθορᾶς GEN.SG FEM 104
διαφθορῆς GEN.SG FEM 10
διαφθορᾶϲ GEN.SG FEM 2
Διαφθορᾶς GEN.SG FEM 1
διαφθορᾷ DAT.SG FEM 67
διαφθορῇ DAT.SG FEM 2
διαφθοραί NOM.PL FEM 7
διαφθοραὶ NOM.PL FEM 5
διαφθορὰς ACC.PL FEM 13
διαφθοράς ACC.PL FEM 8
διαφθορὰϲ ACC.PL FEM 2
διαφθοράϲ ACC.PL FEM 1
διαφθορῶν GEN.PL FEM 12
διαφύσεων GEN.PL FEM 3
διαφθοραῖς DAT.PL FEM 20
διαφθορῇσι DAT.PL FEM 1
διαφθορά ACC.PL NEUT 1