κοινότης NOUN

Count: 400

ShortDef

a sharing in common, community, partnership

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (κοινότης)
LSJ (κοινότης)
Middle Liddell (κοινότης)

Other Lemmas (only diacritic or part-of-speech differences)

κοινότης (ADJ) 2

Form List

form parse count
κοινότητές NOM.PL MASC 5
κοινοτήτων GEN.PL MASC 1
κοινότης NOM.SG FEM 61
κοινότητα NOM.SG FEM 6
κοινότησιν NOM.SG FEM 1
κοινότητα ACC.SG FEM 110
κοινότητά ACC.SG FEM 8
κοινωίαν ACC.SG FEM 1
κοινῶνίαν ACC.SG FEM 1
κοινότητος GEN.SG FEM 47
κοινώσεως GEN.SG FEM 2
κοινότητός GEN.SG FEM 2
κοινότητοϲ GEN.SG FEM 1
κοινότητι DAT.SG FEM 28
κοινώσει DAT.SG FEM 1
κοινότητες NOM.PL FEM 43
κοινότητές NOM.PL FEM 1
κοινότηες NOM.PL FEM 1
κοινότητας ACC.PL FEM 41
κοινότητάς ACC.PL FEM 2
κοινότης ACC.PL FEM 1
κοινότηταϲ ACC.PL FEM 1
κοινοτήτων GEN.PL FEM 24
κοινότησι DAT.PL FEM 5
κοινότησιν DAT.PL FEM 3
κοινοτήτων GEN.PL NEUT 3