ἐπιστημονικός ADV

Count: 185

ShortDef

capable of knowledge

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (ἐπιστημονικός)
LSJ (ἐπιστημονικός)

Other Lemmas (only diacritic or part-of-speech differences)

ἐπιστημονικός (ADJ) 529
ἐπιστημονικός (VERB) 7
ἔπιστημονικός (ADJ) 1
ἐπιστημονικός (NOUN) 3
επιστημονικός (ADJ) 1

Form List

form parse count
ἐπιστημονικῶς INDECL 115
ἐπιστημόνως INDECL 65
Ἐπιστημονικῶς INDECL 1
ἐπιστημονικώτερον @@@ -------c 4