κατακλυσμός NOUN

Count: 485

ShortDef

a deluge, inundation

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (κατακλυσμός)
LSJ (κατακλυσμός)
Middle Liddell (κατακλυσμός)

Other Lemmas (only diacritic or part-of-speech differences)

κατακλυσμός (VERB) 2
κατακλυσμός (ADJ) 1
κατάκλυσμός (VERB) 1

Form List

form parse count
κατακλυσμὸς NOM.SG MASC 70
κατακλυσμός NOM.SG MASC 25
κατακλυϲμὸϲ NOM.SG MASC 1
κατακλυσμὸν ACC.SG MASC 115
κατακλυσμόν ACC.SG MASC 28
κατακλυσμὲν ACC.SG MASC 1
κατακλυϲμόν ACC.SG MASC 1
Κατακλυσμὸν ACC.SG MASC 1
κατακλυσμοῦ GEN.SG MASC 125
κατακλυϲμοῦ GEN.SG MASC 6
κατακλυσμοῦ< GEN.SG MASC 1
κατακλυσμοῖο GEN.SG MASC 1
κατακλυσμῷ DAT.SG MASC 66
κατακλυσμοὶ NOM.PL MASC 4
κατακλυσμοί NOM.PL MASC 2
κατακλυσμοὺς ACC.PL MASC 9
κατακλυσμούς ACC.PL MASC 3
κατακλυσμῶν GEN.PL MASC 8
κατακλυσμοῖς DAT.PL MASC 15
κατακλυσμῶν GEN.PL FEM 1
κατακλυσμάτων GEN.PL NEUT 2