διαιρετός ADJ

Count: 651

ShortDef

divided, separated

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (διαιρετός)
LSJ (διαιρετός)
Lexicon Thucydideum (διαιρετός)
Middle Liddell (διαιρετός)

Other Lemmas (only diacritic or part-of-speech differences)

διαιρετός (NOUN) 560
διαιρετός (VERB) 72
διαιρετός (ADV) 5
διαιρετός (PRONOUN) 1
διαίρετός (VERB) 1
̔διαιρετός (NOUN) 1
διαίρετος (VERB) 2
διαίρετος (ADJ) 2

Form List

form parse count
διαιρετός NOM.SG MASC 61
διαιρετὸς NOM.SG MASC 15
διαιρετὸς̣ NOM.SG MASC 1
διαιρετὸν ACC.SG MASC 10
διαιρετόν ACC.SG MASC 5
διαιρετοῦ GEN.SG MASC 11
διαιρετῷ DAT.SG MASC 2
διαιρετοὶ NOM.PL MASC 1
διαιρετοί NOM.PL MASC 1
διαιρετοῖς DAT.PL MASC 7
διαιρετή NOM.SG FEM 17
διαιρετὴ NOM.SG FEM 8
διαιρετὰ NOM.SG FEM 2
διαιρετὴν ACC.SG FEM 3
διαιρετὸν ACC.SG FEM 2
διαιρετῆς GEN.SG FEM 3
διαιρετῇ DAT.SG FEM 1
διαιρετάς ACC.PL FEM 1
διαιρετοῖς DAT.PL FEM 1
διαιρετόν NOM.SG NEUT 127
διαιρετὸν NOM.SG NEUT 86
διαιρετὸν ACC.SG NEUT 71
διαιρετόν ACC.SG NEUT 41
διαιρετοῦ GEN.SG NEUT 17
διαιρετῷ DAT.SG NEUT 3
διαιρετά NOM.PL NEUT 61
διαιρετὰ NOM.PL NEUT 28
διαιρετά ACC.PL NEUT 41
διαιρετὰ ACC.PL NEUT 7
δι|αιρετὰ ACC.PL NEUT 1
διαιρετῶν GEN.PL NEUT 4
Διαιρετῶν GEN.PL NEUT 1
διαιρετοῖς DAT.PL NEUT 9
διαιρετή SUP NOM.SG FEM 1