νεοπτόλεμος NOUN

Count: 381

ShortDef

Neoptolemus, ‘new-warrior’

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (Νεοπτόλεμος)
LSJ (Νεοπτόλεμος)
Slater Pindar (Νεοπτόλεμος)
Cunliffe (Hompers) (Νεοπτόλεμος)
Middle Liddell (Νεοπτόλεμος)

Form List

form parse count
Νεοπτόλεμος NOM.SG MASC 128
Νεοπτόλεμοϲ NOM.SG MASC 3
Νεοπτόλεμός NOM.SG MASC 2
Νεοπτόλεμον ACC.SG MASC 78
Νεοπτόλεμόν ACC.SG MASC 1
Νεοπτολέμου GEN.SG MASC 100
Νεοπτολέμοιο GEN.SG MASC 12
Nεοπτολέμου GEN.SG MASC 1
Νεοπτολέμῳ DAT.SG MASC 50
Νεοπτόλεμε VOC.SG MASC 5
Νεοπτόλεμον VOC.SG MASC 1