διάφραγμα NOUN

Count: 458

ShortDef

a partition-wall, barrier

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (διάφραγμα)
LSJ (διάφραγμα)
Lexicon Thucydideum (διάφραγμα)
Middle Liddell (διάφραγμα)

Other Lemmas (only diacritic or part-of-speech differences)

διάφραγμα (VERB) 1
διάφραγμα (ADJ) 1
διάφραγμα (NOUN) 2
ΔΙΑΦΡΑΓΜΑ (NOUN) 2
Διάφραγμα (NOUN) 1

Form List

form parse count
διωρύγων GEN.PL MASC 5
διωρύγων GEN.PL FEM 4
διάφραγμα NOM.SG NEUT 61
<διάφραγμα> NOM.SG NEUT 1
διάφραγμα ACC.SG NEUT 108
διάφραγμά ACC.SG NEUT 2
διάέφραγμα ACC.SG NEUT 1
διαφράγματος GEN.SG NEUT 132
προκαλύμματος GEN.SG NEUT 2
|διαφράγματος GEN.SG NEUT 1
διαφράγματός GEN.SG NEUT 1
διορύγματος GEN.SG NEUT 1
διαφράγμα GEN.SG NEUT 1
διαφράγματοϲ GEN.SG NEUT 1
διαφράγματι DAT.SG NEUT 73
προκαλύμματι DAT.SG NEUT 8
διορύγματι DAT.SG NEUT 7
προκαλύμματα NOM.PL NEUT 6
διαφράγματα NOM.PL NEUT 3
προκαλύμματα ACC.PL NEUT 10
διαφράγματα ACC.PL NEUT 8
διαξύσματα ACC.PL NEUT 1
διαφραγμάτων GEN.PL NEUT 5
διαφράγματος GEN.PL NEUT 1
διαφράγμασι DAT.PL NEUT 7
διορύγμασιν DAT.PL NEUT 5
διαφράγμασιν DAT.PL NEUT 2
διορύγμασι DAT.PL NEUT 1