αἰτιατικός ADJ

Count: 215

ShortDef

causal

Dictionaries

LSJ (αἰτιατικός)

Other Lemmas (only diacritic or part-of-speech differences)

αἰτιατικός (VERB) 627
αἰτιατικός (ADV) 4
αἱτιατικός (ADJ) 4
αιτιατικός (ADJ) 5
ἀιτιατικός (VERB) 1
αἰτιατικός (NOUN) 3

Form List

form parse count
αἰτιατικὸς NOM.SG MASC 1
αἰτιατικὸν ACC.SG MASC 5
αἰτιατικόν ACC.SG MASC 1
αίτιατικοὶ NOM.PL MASC 1
αἰτιατικοὺς ACC.PL MASC 1
αἰτιατικῶν GEN.PL MASC 2
αἰτιαιτική NOM.SG FEM 1
αἰτιατικῇ DAT.SG FEM 147
αίτιατικῇ DAT.SG FEM 10
αἰτιατικαὶ NOM.PL FEM 16
αἰτιατικῇ DAT.PL FEM 6
αἰτιατικαῖϲ DAT.PL FEM 6
αἰτιατικαῖς DAT.PL FEM 3
αἰτιατικόν NOM.SG NEUT 2
αἰτιατικὸν NOM.SG NEUT 1
αἰτιατικὸν ACC.SG NEUT 1
αἰτιατικῷ DAT.SG NEUT 1
αἰτιατικὰ ACC.PL NEUT 1
αἰτιατικῶν GEN.PL NEUT 9