σφοδρότης NOUN

Count: 501

ShortDef

vehemence, violence

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (σφοδρότης)
LSJ (σφοδρότης)
Middle Liddell (σφοδρότης)

Form List

form parse count
σφοδρότης NOM.SG MASC 11
σφοδρότης NOM.SG FEM 79
ϲφοδρότηϲ NOM.SG FEM 2
σφοδρότητος NOM.SG FEM 1
σφοδρότητά NOM.SG FEM 1
σφοδρότητα ACC.SG FEM 156
σφοδρότητά ACC.SG FEM 6
ϲφοδρότητα ACC.SG FEM 1
σφοδρότησιν ACC.SG FEM 1
σφοδρότητος GEN.SG FEM 148
σφοδρότητός GEN.SG FEM 4
σφοδρότης GEN.SG FEM 1
σφοδρότητι DAT.SG FEM 62
σφοδρότητί DAT.SG FEM 5
σφοδρότησιν DAT.SG FEM 1
σφοδρότητες NOM.PL FEM 4
σφοδρότητας ACC.PL FEM 15
σφοδροτήτων GEN.PL FEM 1
σφοδρότησιν DAT.PL FEM 1
σφοδρότησι DAT.PL FEM 1