περιέχω NOUN

Count: 401

ShortDef

to encompass, embrace, surround

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (περιέχω)
LSJ (περιέχω)
Anabasis Mather (περιέχω)
Cunliffe (Lex Entries) (περιέχω)
Lexicon Thucydideum (περιέχω)
Middle Liddell (περιέχω)

Other Lemmas (only diacritic or part-of-speech differences)

περιέχω (VERB) 7,561
περιέχω (ADJ) 47
περιέχω (PRONOUN) 1
περιέχω (ADV) 1
περιέχω (ART) 1

Form List

form parse count
περιεχόμενος NOM.SG MASC 2
περιεχόμενον ACC.SG MASC 10
περιεχομένου GEN.SG MASC 4
Περιέχεϲθαι VOC.SG MASC 1
περιεχόμενοι NOM.PL MASC 2
ΠΕΡΙΕΧΕΤΑΙ NOM.PL MASC 1
περιεχομένους ACC.PL MASC 6
Περιϲχών NOM.SG FEM 1
περιέχουϲαν ACC.SG FEM 3
Περιϲχεϲθαι NOM.PL FEM 1
περιέχειμοίρας ACC.PL FEM 1
περιεχόμενον NOM.SG NEUT 165
περιεχόμενον᾿ NOM.SG NEUT 1
περιεχόμενον ACC.SG NEUT 64
περιεχομένου GEN.SG NEUT 103
περιεχόμενος GEN.SG NEUT 4
περιεχομένους GEN.SG NEUT 4
περιεχομένου᾿ GEN.SG NEUT 1
περιεχόμενοι DAT.SG NEUT 1
περιέχουϲιν DAT.PL NEUT 1