κληρονόμος NOUN

Count: 598

ShortDef

one who receives a portion

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (κληρονόμος)
LSJ (κληρονόμος)
Middle Liddell (κληρονόμος)

Other Lemmas (only diacritic or part-of-speech differences)

κληρόνομος (NOUN) 18
κληρονόμος (ADJ) 24
κληρονόμος (VERB) 3

Form List

form parse count
κληρονόμος NOM.SG MASC 170
συγκληρονόμος NOM.SG MASC 7
κληρονόμοϲ NOM.SG MASC 3
κληρονόμοι NOM.SG MASC 2
κληρονόμον ACC.SG MASC 136
κληρονόμοι ACC.SG MASC 2
Κληρονόμον ACC.SG MASC 1
κληρονόμου GEN.SG MASC 14
συγκληρονόμῳ DAT.SG MASC 1
συγκληρονόμοι VOC.SG MASC 1
κληρονόμω NOM.DU MASC 1
κληρονόμοι NOM.PL MASC 94
συγκληρονόμοι NOM.PL MASC 15
κληρονόμους ACC.PL MASC 74
συγκληρονόμους ACC.PL MASC 8
κληρονόμουσʼ ACC.PL MASC 1
κληρονόμων GEN.PL MASC 17
συγκληρονόμων GEN.PL MASC 2
συγκληρονόμοι GEN.PL MASC 1
κληρονόμοις DAT.PL MASC 31
συγκληρονόμοις DAT.PL MASC 1
κληρονόμοιϲ DAT.PL MASC 1
συγκληρονόμοι VOC.PL MASC 1
κληρονόμος NOM.SG FEM 1
κληρονόμον ACC.SG FEM 2
κληρονόμα NOM.SG NEUT 1
κληρονόμοι NOM.SG NEUT 1
συγκληρονόμα NOM.SG NEUT 1
κληρονόμον NOM.SG NEUT 1
συγκληρονόμα ACC.SG NEUT 3
συγκληρονόμα ACC.PL NEUT 4