δικαίωμα NOUN

Count: 604

ShortDef

an act by which wrong is set right

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (δικαίωμα)
LSJ (δικαίωμα)
Lexicon Thucydideum (δικαίωμα)
Middle Liddell (δικαίωμα)

Other Lemmas (only diacritic or part-of-speech differences)

δικαίωμα (ADJ) 7
δικαίωμα (VERB) 15

Form List

form parse count
δικαίωμα NOM.PL MASC 1
δικαιωμάτων GEN.PL MASC 29
δικαιώματα NOM.SG FEM 1
δικαιώματα NOM.PL FEM 1
δικαιωμάτων GEN.PL FEM 4
δικαίωμα NOM.SG NEUT 65
δικαίωμα ACC.SG NEUT 54
δικαίωμά ACC.SG NEUT 3
δικαιώματος GEN.SG NEUT 17
δικαιώματός GEN.SG NEUT 2
δικαιωμάτων GEN.SG NEUT 1
δικαιώματι DAT.SG NEUT 7
δικαιώματί DAT.SG NEUT 1
δικαιώματα NOM.PL NEUT 43
δικαιώματά NOM.PL NEUT 14
δικαιωτήρια NOM.PL NEUT 8
Δικαιώματα NOM.PL NEUT 3
Δικαιωτήρια NOM.PL NEUT 1
δικαιώματα ACC.PL NEUT 174
δικαιώματά ACC.PL NEUT 112
δικαιωτήρια ACC.PL NEUT 19
Δικαιώματα ACC.PL NEUT 2
δικαιῶματά ACC.PL NEUT 1
δικαιάματά ACC.PL NEUT 1
δικαιώματαά ACC.PL NEUT 1
δικαιωματα ACC.PL NEUT 1
δικαιώματὰ ACC.PL NEUT 1
δικαιωτηρίων GEN.PL NEUT 13
δικαιωμάτων GEN.PL NEUT 10
δικαιώμασιν DAT.PL NEUT 12
δικαιὡμασιν DAT.PL NEUT 1