ἑτερότης NOUN

Count: 503

ShortDef

otherness, difference

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (ἑτερότης)
LSJ (ἑτερότης)

Other Lemmas (only diacritic or part-of-speech differences)

ἐτερότης (NOUN) 4
ἑτερότης (ADJ) 2

Form List

form parse count
ἑτερότης NOM.SG FEM 124
ἑτερότητός NOM.SG FEM 1
ἑτερότηϲ NOM.SG FEM 1
ἑτερότητος NOM.SG FEM 1
ἑτερότητα ACC.SG FEM 192
ἑτερότητά ACC.SG FEM 4
ἑτερότησιν ACC.SG FEM 1
ἑτερότητος GEN.SG FEM 105
ἑτερότητός GEN.SG FEM 1
ἑτερότητι DAT.SG FEM 54
ἑτερότητί DAT.SG FEM 1
ἑτερότητες NOM.PL FEM 3
ἑτερότητας ACC.PL FEM 11
ἑτερότητες ACC.PL FEM 1
ἑτερότησιν DAT.PL FEM 2
ἑτερότησι DAT.PL FEM 1