παχύτης NOUN

Count: 562

ShortDef

thickness, stoutness

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (παχύτης)
LSJ (παχύτης)
Lexicon Thucydideum (παχύτης)
Middle Liddell (παχύτης)

Other Lemmas (only diacritic or part-of-speech differences)

παχύτης (ADJ) 17
παχυτής (NOUN) 1
παχυτής (ADJ) 1

Form List

form parse count
παχύτης NOM.SG MASC 1
παχύτης NOM.SG FEM 10
λεπτότητα ACC.SG FEM 201
παχύτητα ACC.SG FEM 94
λεπτότητά ACC.SG FEM 6
παχύτητά ACC.SG FEM 4
λεπτότησιν ACC.SG FEM 2
παχύτησιν ACC.SG FEM 1
λεπτότητος GEN.SG FEM 52
παχύτητος GEN.SG FEM 45
παχύτητοϲ GEN.SG FEM 4
παχύτης GEN.SG FEM 2
λεπτότητης GEN.SG FEM 1
λεπτότητοϲ GEN.SG FEM 1
λεπτότητός GEN.SG FEM 1
Παχύτητος GEN.SG FEM 1
παχύτητός GEN.SG FEM 1
λεπτότητι DAT.SG FEM 76
παχύτητι DAT.SG FEM 34
λεπτότητί DAT.SG FEM 2
Παχύτητι DAT.SG FEM 1
παχύτητες NOM.PL FEM 8
λεπτότητες NOM.PL FEM 5
λεπτότητας ACC.PL FEM 4
παχύτητας ACC.PL FEM 3
λεπτότησιν DAT.PL FEM 2