στυπτηρία NOUN

Count: 403

ShortDef

an astringent earth, alum

Dictionaries

LSJ (στυπτηρία)
Middle Liddell (στυπτηρία)

Other Lemmas (only diacritic or part-of-speech differences)

στυπτηρία (ADJ) 34
στυπτηρία (NOUN) 1

Form List

form parse count
στυπτηρία NOM.SG FEM 50
στυπτηρίη NOM.SG FEM 15
Στυπτηρία NOM.SG FEM 2
στυπτηρίαν ACC.SG FEM 47
στυπτηρίην ACC.SG FEM 20
Στυπτηρίαν ACC.SG FEM 2
Στυπτηρίην ACC.SG FEM 1
στυπτηρίας GEN.SG FEM 234
Στυπτηρίας GEN.SG FEM 5
στυπτηρίης GEN.SG FEM 4
στυπτηρίᾳ DAT.SG FEM 13
στυπτηρίαι NOM.PL FEM 4
στυπτηρίας ACC.PL FEM 1
στυπτηριῶν GEN.PL FEM 3
στυπτηρίᾳ DAT.SG NEUT 1
στυπτηρία ACC.PL NEUT 1