ἀπόστολος ADJ

Count: 956

ShortDef

a messenger, ambassador, envoy

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (ἀπόστολος)
LSJ (ἀπόστολος)
Middle Liddell (ἀπόστολος)

Other Lemmas (only diacritic or part-of-speech differences)

ἀπόστολος (NOUN) 4,538
αποστολος (NOUN) 10
ἀπόστολος (VERB) 10
ἁπόστολος (NOUN) 8
ἀποστολός (NOUN) 3
ἀποστολος (NOUN) 8
ἄποστολος (NOUN) 1
ἀπὀστολος (NOUN) 1
ἁπόστολος (ADJ) 1
ἀπόστολος (ART) 1
απόστολος (NOUN) 1
̓αποστόλος (NOUN) 1

Form List

form parse count
ἀπόστολος NOM.SG MASC 152
ἀπόστολός NOM.SG MASC 4
ἀπόστοος NOM.SG MASC 1
ἀπόστολον ACC.SG MASC 78
ἀπόστολόν ACC.SG MASC 1
ἀποστόλου GEN.SG MASC 268
τοῦἀποστόλου GEN.SG MASC 1
καὶἀποστόλου GEN.SG MASC 1
ἀποστόλῳ DAT.SG MASC 7
ἀπόστολε VOC.SG MASC 2
ἀπόστολοι NOM.PL MASC 108
ἀπόστολοί NOM.PL MASC 4
ἀποστόλους ACC.PL MASC 69
ἀποστόλους> ACC.PL MASC 1
ἀποστόλων GEN.PL MASC 136
ἀποστόλοις DAT.PL MASC 70
ἀπόστολος NOM.SG FEM 2
ἀπόστολον ACC.SG FEM 3
ἀποστόλου GEN.SG FEM 1
ἀποστόλους ACC.PL FEM 3
ἀποστόλων GEN.PL FEM 8
ἀπόστολον NOM.SG NEUT 3
ἀποστόλου GEN.SG NEUT 20
ἀποστόλῳ DAT.SG NEUT 5
ἀποστόλων GEN.PL NEUT 3
ἀποστόλοις DAT.PL NEUT 4