συμπάθεια NOUN

Count: 583

ShortDef

fellow-feeling, sympathy

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (συμπάθεια)
LSJ (συμπάθεια)
Middle Liddell (συμπάθεια)

Other Lemmas (only diacritic or part-of-speech differences)

συμπαθεῖα (NOUN) 14
συμπάθεια (ADJ) 5
συμπάθεια (VERB) 1
συμπαθεία (ADJ) 1
συμπάθεια (NOUN) 5

Form List

form parse count
Παθυμίας NOM.SG MASC 1
συμπάθεια NOM.SG FEM 32
συμπάθειά NOM.SG FEM 6
ϲυμπάθεια NOM.SG FEM 3
ϲυμπάθειά NOM.SG FEM 2
συμπαθεία NOM.SG FEM 1
Ξυμπάθεια NOM.SG FEM 1
συμπάθειαν ACC.SG FEM 273
ϲυμπάθειαν ACC.SG FEM 14
συμπάθειάν ACC.SG FEM 8
συμπαθείας GEN.SG FEM 115
μετριοπαθείας GEN.SG FEM 5
μετριοπαθείαϲ GEN.SG FEM 2
ξυμπαθίης GEN.SG FEM 1
συμπαθείᾳ DAT.SG FEM 30
φιλοστοργίᾳ DAT.SG FEM 17
συμπνοίᾳ DAT.SG FEM 2
συμπαθίῃ DAT.SG FEM 1
συμπάθειαι NOM.PL FEM 4
συμπάθειαί NOM.PL FEM 1
ϲυμπάθειαι NOM.PL FEM 1
συμπαθείας ACC.PL FEM 35
μετριοπαθείας ACC.PL FEM 2
συμπαθειῶν GEN.PL FEM 12
ϲυμπαθειῶν GEN.PL FEM 1
Συμπαθειῶν GEN.PL FEM 1
ξυμπαθειῶν GEN.PL FEM 1
συμπαθείαις DAT.PL FEM 5
συμπάθεια NOM.PL NEUT 3
ϲυμπάθεια NOM.PL NEUT 2
συμπάθεια ACC.PL NEUT 1