διάλεκτος NOUN

Count: 732

ShortDef

discourse: discussion, debate, arguing

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (διάλεκτος)
LSJ (διάλεκτος)
Middle Liddell (διάλεκτος)

Other Lemmas (only diacritic or part-of-speech differences)

διάλεκτος (ADJ) 234
διάλεκτος (VERB) 30
διάλεκτός (NOUN) 6
διαλεκτος (NOUN) 1
διάλεκτος (NOUN) 1

Form List

form parse count
διάλεκτος NOM.SG MASC 2
διάλεκτον ACC.SG MASC 47
διάλεκτο ACC.SG MASC 1
διάλεκτόν ACC.SG MASC 1
διαλέκτου GEN.SG MASC 16
Διαλέκτου GEN.SG MASC 5
διαλέκτῳ DAT.SG MASC 7
διάλεκτοι NOM.PL MASC 3
διαλέκτους ACC.PL MASC 2
διαλέκτων GEN.PL MASC 1
διάλεκτος NOM.SG FEM 62
διάλεκτοϲ NOM.SG FEM 21
διάλεκτον ACC.SG FEM 311
διάλεκτόν ACC.SG FEM 7
διαλέκτου GEN.SG FEM 104
διάλεκτος GEN.SG FEM 2
Διαλέκτου GEN.SG FEM 1
διαλέκτῳ DAT.SG FEM 79
διάλεκτοι NOM.PL FEM 18
διαλέκτους ACC.PL FEM 14
διαλέκτουϲ ACC.PL FEM 3
διάλεκτον ACC.PL FEM 1
διαλέκτων GEN.PL FEM 4
διαλέκτοις DAT.PL FEM 7
διαλέκτοιϲ DAT.PL FEM 5
διαλέκτου GEN.SG NEUT 3
διαλέκτῳ DAT.SG NEUT 3
διαλέκτων GEN.PL NEUT 2