οἰκειότης NOUN

Count: 612

ShortDef

kindred, relationship

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (οἰκειότης)
LSJ (οἰκειότης)
Lexicon Thucydideum (οἰκειότης)
Middle Liddell (οἰκειότης)

Other Lemmas (only diacritic or part-of-speech differences)

οἰκειότης (ADJ) 1
οἰκειοτής (ADJ) 1
οἰκειοτής (VERB) 1

Form List

form parse count
οἰκειότης NOM.SG FEM 38
οἰκειότηϲ NOM.SG FEM 3
Οἰκειότης NOM.SG FEM 2
οἰκειότητί NOM.SG FEM 1
οἰκειότησ NOM.SG FEM 1
οἰκειότητα ACC.SG FEM 314
οἰκειότητά ACC.SG FEM 9
οἰκειότητʼ ACC.SG FEM 1
οἰκειότητ᾿ ACC.SG FEM 1
οἰκηιότητα ACC.SG FEM 1
οἰκειό|τητα ACC.SG FEM 1
οἰκείοτητα ACC.SG FEM 1
οἰκειότησιν ACC.SG FEM 1
οἰκειότητος GEN.SG FEM 127
οἰκειώσεως GEN.SG FEM 41
οἰκειότητός GEN.SG FEM 5
οἰκειότητοϲ GEN.SG FEM 2
Οἰκειότητος GEN.SG FEM 1
οἰκειότητι DAT.SG FEM 33
οἰκειότητες NOM.PL FEM 4
οἰκειότητας ACC.PL FEM 16
οἰκειώσεων GEN.PL FEM 4
οἰκειοτήτων GEN.PL FEM 1
οἰκειότησιν DAT.PL FEM 3
οἰκειότησι DAT.PL FEM 1