συντέλεια NOUN

Count: 741

ShortDef

a joint payment, joint contribution for public burdens

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (συντέλεια)
LSJ (συντέλεια)
Middle Liddell (συντέλεια)

Other Lemmas (only diacritic or part-of-speech differences)

συντελεία (NOUN) 129
συντέλεια (VERB) 7
συντελεια (NOUN) 3
συντέλεια (ADJ) 2
συντέλεια (ADV) 1
συντἑλεια (NOUN) 1

Form List

form parse count
συντέλεια NOM.SG FEM 93
Συντέλεια NOM.SG FEM 1
συντελεία NOM.SG FEM 1
συντελείας NOM.SG FEM 1
συντέλειαν ACC.SG FEM 278
ϲυντέλειαν ACC.SG FEM 4
Συντέλειαν ACC.SG FEM 2
συντελείαν ACC.SG FEM 1
συντέλεαν ACC.SG FEM 1
συντελείας GEN.SG FEM 330
1συντελείας GEN.SG FEM 1
ϲυντελείᾳ DAT.SG FEM 1
συντελεία DAT.SG FEM 1
Συντέλεια VOC.SG FEM 1
συντελεία NOM.DU FEM 1
συντέλειαι NOM.PL FEM 4
συντάλειαι NOM.PL FEM 1
συντελείας ACC.PL FEM 8
συντελειῶν GEN.PL FEM 4
συντελείαις DAT.PL FEM 1
συντέλεια NOM.PL NEUT 1
συντελεία NOM.PL NEUT 1
συντελεία ACC.PL NEUT 4