κυβερνήτης NOUN

Count: 1,014

ShortDef

a steersman, helmsman, pilot

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (κυβερνήτης)
LSJ (κυβερνήτης)
Cunliffe (Lex Entries) (κυβερνήτης)
Lexicon Thucydideum (κυβερνήτης)
Middle Liddell (κυβερνήτης)

Other Lemmas (only diacritic or part-of-speech differences)

κυβερνήτης (VERB) 5
κυβερνήτης (ADJ) 1
κυβερνήτης (NOUN) 2

Form List

form parse count
κυβερνήτης NOM.SG MASC 340
κυβερνήτηϲ NOM.SG MASC 8
Κυβερνήτης NOM.SG MASC 2
κυβερνάτας NOM.SG MASC 1
κυβερνήτας NOM.SG MASC 1
κυβερνήτπς NOM.SG MASC 1
Κυβερνήτηϲ NOM.SG MASC 1
κυβερνήτην ACC.SG MASC 187
κυβερνῆθ᾿ ACC.SG MASC 1
κυβερνήταν ACC.SG MASC 1
κυβερνήτου GEN.SG MASC 134
κυβερνήτεω GEN.SG MASC 3
Κυβερνήτου GEN.SG MASC 1
κυβερνήτῃ DAT.SG MASC 93
κυβερνῆται NOM.PL MASC 54
κυβερνῆταί NOM.PL MASC 8
κυβερνήται NOM.PL MASC 1
κυβερνήτας ACC.PL MASC 47
κυβερνητας ACC.PL MASC 1
κυβερνήταϲ ACC.PL MASC 1
κυβερνάτας ACC.PL MASC 1
κυβερνητῶν GEN.PL MASC 68
κυβερνήταις DAT.PL MASC 45
κυβερνήτῃσι DAT.PL MASC 2
κυβερνήταιϲ DAT.PL MASC 2
κυβερνῆθʼ VOC.PL MASC 1
κυβερνήτης NOM.SG FEM 1
Κυβερνήτην ACC.SG FEM 1
κυβερνήτην ACC.SG FEM 1
κυβερνήτης GEN.SG FEM 2
Κυβερνήτῃ DAT.SG FEM 2
κυβερνήτῃ DAT.SG FEM 1
κυβερνᾶτερ ACC.SG NEUT 1