συμμετρία NOUN

Count: 1,000

ShortDef

commensurability

Dictionaries

LSJ (συμμετρία)
Middle Liddell (συμμετρία)

Other Lemmas (only diacritic or part-of-speech differences)

συμμετρία (ADJ) 6
συμμετρία (VERB) 1
συμμετρία (NOUN) 1

Form List

form parse count
συμμετρία NOM.SG FEM 213
ϲυμμετρία NOM.SG FEM 4
Συμμετρία NOM.SG FEM 1
συμμετρίη NOM.SG FEM 1
συμμετρίαν ACC.SG FEM 349
ϲυμμετρίαν ACC.SG FEM 2
συμμετρίας GEN.SG FEM 176
συμμετρίης GEN.SG FEM 2
ϲυμμετρίαϲ GEN.SG FEM 2
συμμετρίᾳ DAT.SG FEM 157
συμμετρίῃ DAT.SG FEM 1
συμμετρίαι NOM.PL FEM 15
συμμετρίᾳ NOM.PL FEM 5
ξυμμετρίαι NOM.PL FEM 2
συμμετρίας ACC.PL FEM 47
ϲυμμετρίαϲ ACC.PL FEM 1
συμμετριῶν GEN.PL FEM 6
συμμετρίαις DAT.PL FEM 16