τελειότης NOUN

Count: 989

ShortDef

completeness, perfection

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (τελειότης)
LSJ (τελειότης)

Other Lemmas (only diacritic or part-of-speech differences)

τελειότης (ADJ) 11
τελειότης (ADV) 5
τελειότης (VERB) 1
τελειοτης (NOUN) 1

Form List

form parse count
τελειότης NOM.SG MASC 2
Τελειότης NOM.SG MASC 1
τελειότητές NOM.PL MASC 2
τελειότης NOM.SG FEM 209
τελειότητα NOM.SG FEM 4
τελειότηϲ NOM.SG FEM 4
τελειότης᾿ NOM.SG FEM 1
τελειότητί NOM.SG FEM 1
τελειότητα ACC.SG FEM 352
τελειότητά ACC.SG FEM 10
τελείωϲιν ACC.SG FEM 4
τελείοτητα ACC.SG FEM 2
τελειότητος GEN.SG FEM 190
τελειότης GEN.SG FEM 39
τελειότητός GEN.SG FEM 6
τελειότηϲ GEN.SG FEM 2
Τελειότητος GEN.SG FEM 2
τελειότηος GEN.SG FEM 1
τελειότητι DAT.SG FEM 78
τελειότητί DAT.SG FEM 7
τελειότητᾷ DAT.SG FEM 1
τελειότητες NOM.PL FEM 31
τελειότητές NOM.PL FEM 6
τελειότητας ACC.PL FEM 20
τελειότητάς ACC.PL FEM 4
τελειότητες ACC.PL FEM 1
τελειοτήτων GEN.PL FEM 7
τελειότησι DAT.PL FEM 1
τελείωϲιν GEN.DU NEUT 1