περιουσία NOUN

Count: 936

ShortDef

surplus, abundance, survival

Dictionaries

LSJ (περιουσία)
Lexicon Thucydideum (περιουσία)
Middle Liddell (περιουσία)

Other Lemmas (only diacritic or part-of-speech differences)

περιουσία (ADJ) 2
περιουσια (VERB) 1
περιουσία (VERB) 1
περιουσια (NOUN) 1

Form List

form parse count
περιουσία NOM.SG FEM 75
περιουσίη NOM.SG FEM 1
περιουσίαν ACC.SG FEM 252
περιουσίην ACC.SG FEM 5
περιουϲίαν ACC.SG FEM 5
περιουσίασ ACC.SG FEM 1
περιουσία ACC.SG FEM 1
>περιουσίαν ACC.SG FEM 1
περιουσίας GEN.SG FEM 393
περιουϲίαϲ GEN.SG FEM 17
Περιουςίας GEN.SG FEM 1
Περιουϲίαϲ GEN.SG FEM 1
περιουσίης GEN.SG FEM 1
περιουςίας GEN.SG FEM 1
περιουσίᾳ DAT.SG FEM 123
περιουϲίᾳ DAT.SG FEM 5
περιουσίῃ DAT.SG FEM 1
Περιουϲία VOC.SG FEM 1
περιουσίαι NOM.PL FEM 7
περιουσία NOM.PL FEM 1
περιουϲίαι NOM.PL FEM 1
περιουσίας ACC.PL FEM 24
περιουςίας ACC.PL FEM 1
περιουϲίαϲ ACC.PL FEM 1
περιουσίαις DAT.PL FEM 15
περιουσία ACC.PL NEUT 1