ἀπολλώνιος NOUN

Count: 1,154

ShortDef

of or belonging to Apollo; (pr.n.) Apollonius

Dictionaries

LSJ (Ἀπολλώνιος)
Slater Pindar (Ἀπολλώνιος)
Middle Liddell (Ἀπολλώνιος)

Other Lemmas (only diacritic or part-of-speech differences)

ἀπολλώνιος (ADJ) 14
απολλώνιος (NOUN) 2
ἁπολλώνιος (NOUN) 2
ἀπολλωνιος (NOUN) 1
απολλωνιος (NOUN) 1

Form List

form parse count
Ἀπολλώνιος NOM.SG MASC 438
Ἀπολλώνιοϲ NOM.SG MASC 156
Ἀπολλὠνιοϲ NOM.SG MASC 1
Ἀπολλωνίων NOM.SG MASC 1
Ἀπολλώνιον ACC.SG MASC 154
Ἀπολλωνία ACC.SG MASC 1
Ἀπολλωνίου GEN.SG MASC 228
Ἀπολλλωνίου GEN.SG MASC 1
Ἀπολλωνίῳ DAT.SG MASC 110
ὦἈπολλώνιε VOC.SG MASC 1
Ἀπολλώνιοι NOM.PL MASC 2
Ἀπολλωνίων GEN.PL MASC 8
Ἀπολλώνιοις DAT.PL MASC 1
Ἀπολλωνίοις DAT.PL MASC 1
Ἀπολλωνία NOM.SG FEM 29
Ἀπολλωνίς NOM.SG FEM 2
Ἀπολλώνιον NOM.SG FEM 1
Ἀπολλώνιον ACC.SG FEM 2
Ἀπολλωνία VOC.SG FEM 2
Ἀπολλώνιον NOM.SG NEUT 1
Ἀπολλώνιον ACC.SG NEUT 13
Ἀπολλωνίῳ DAT.SG NEUT 1