δημόκριτος NOUN

Count: 1,141

ShortDef

Democritus

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (Δημόκριτος)

Other Lemmas (only diacritic or part-of-speech differences)

δημόκριτος (ADJ) 5
δ̔ημόκριτος (NOUN) 1
δημοκριτος (NOUN) 1
̔δημόκριτος (NOUN) 1

Form List

form parse count
Δημόκριτος NOM.SG MASC 528
Δημόκριτός NOM.SG MASC 23
Δημόκριτοϲ NOM.SG MASC 15
Δημὸκριτοϲ NOM.SG MASC 1
Δημόκριτ NOM.SG MASC 1
Δημοκρίτ NOM.SG MASC 1
Δημόκριτὸς NOM.SG MASC 1
Δημόκριτον ACC.SG MASC 281
Δημόκριτόν ACC.SG MASC 6
Δημόκριτὸν ACC.SG MASC 1
Δημοκρίτου GEN.SG MASC 184
Δημοκρίτεω GEN.SG MASC 8
Δημόκριτος GEN.SG MASC 2
Δημόκριτου GEN.SG MASC 1
δημοκρίτου GEN.SG MASC 1
Δημοκρίτῳ DAT.SG MASC 56
Δημόκριτε VOC.SG MASC 24
Δημόκριτοι NOM.PL MASC 2
Δημοκρίτους ACC.PL MASC 1
Δημόκριτοσʼ NOM.SG FEM 1
Δημόκριτον ACC.SG FEM 1
Δημόκριτον ACC.SG NEUT 2