μεσημβρία NOUN

Count: 1,227

ShortDef

mid-day, noon; south

Dictionaries

LSJ (μεσημβρία)
Anabasis Mather (μεσημβρία)
Anabasis Mather (μεσημβρία)
Lexicon Thucydideum (μεσημβρία)
Middle Liddell (μεσημβρία)

Other Lemmas (only diacritic or part-of-speech differences)

μεσημβρία (ADJ) 97
μεσημβρία (VERB) 16
μεσημβρία (NOUN) 1

Form List

form parse count
Μεσημβρίας NOM.SG MASC 1
μεσημβρία NOM.SG FEM 48
Μεσημβρία NOM.SG FEM 9
Μεσαμβρίη NOM.SG FEM 2
μεσημβρίς NOM.SG FEM 1
μεσημβρίαν ACC.SG FEM 591
μεσαμβρίην ACC.SG FEM 22
Μεσημβρίαν ACC.SG FEM 7
μεσημβρίην ACC.SG FEM 5
μεσημβρίανʼ ACC.SG FEM 1
Μεσαμβρίην ACC.SG FEM 1
μεσημβρίας GEN.SG FEM 376
Μεσημβρίας GEN.SG FEM 11
μεσαμβρίης GEN.SG FEM 9
μεσημβρίης GEN.SG FEM 8
Μεσαμβρίης GEN.SG FEM 2
μεσημβρίᾳ DAT.SG FEM 76
Μεσημβρίᾳ DAT.SG FEM 1
μεσημβρίαι DAT.SG FEM 1
μεσημβρία DAT.SG FEM 1
μεσημβρίῃ DAT.SG FEM 1
μεσημιβρίᾳ DAT.SG FEM 1
μεσημβρίας NOM.PL FEM 2
μεσημβρίας ACC.PL FEM 17
Μεσημβρίας ACC.PL FEM 2
μεσημβρίαις DAT.PL FEM 15
μεσονυκτίου GEN.SG NEUT 13
μεσημβρία NOM.PL NEUT 2
μεσημβρία ACC.PL NEUT 1