αἰτιατικός VERB
Count: 627
ShortDef
causal
Dictionaries
LSJ (αἰτιατικός)
Other Lemmas (only diacritic or part-of-speech differences)
αἰτιατικός
(ADJ)
215
αἰτιατικός
(ADV)
4
αἱτιατικός
(ADJ)
4
αιτιατικός
(ADJ)
5
ἀιτιατικός
(VERB)
1
αἰτιατικός
(NOUN)
3