σφοδρός ADV

Count: 863

ShortDef

vehement, violent, excessive

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (σφοδρός)
LSJ (σφοδρός)
Lexicon Thucydideum (σφοδρός)
Middle Liddell (σφοδρός)

Other Lemmas (only diacritic or part-of-speech differences)

σφοδρός (ADJ) 2,458
σφοδρός (NOUN) 103
σφοδρός (VERB) 4
σφοδρός (ART) 1
σφοδρός (x-) 1

Form List

form parse count
σφοδρῶς INDECL 684
ϲφοδρῶϲ INDECL 33
σφοδρὰν INDECL 12
σφοδροῦ INDECL 4
σφοδρὰ INDECL 3
Σφοδρῶς INDECL 3
σφοδρα INDECL 1
σφοδρότεραι INDECL 1
σφοδρότε INDECL 1
σφοδρό INDECL 1
σφοδρότερον INDECL 1
σφοδρ INDECL 1
σφοδρὸν INDECL 1
ϲφοδρόν INDECL 1
σφοδρότερον @@@ -------c 99
σφοδροτέρως @@@ -------c 13
σφοδρότερόν @@@ -------c 1
σφοδρότερα @@@ -------c 1
σφοδροτάτως @@@ -------s 1
σφοδρότατα @@@ -------s 1