διδάσκαλος NOUN

Count: 3,276

ShortDef

a teacher, master

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (διδάσκαλος)
LSJ (διδάσκαλος)
Anabasis Mather (διδάσκαλος)
Lexicon Thucydideum (διδάσκαλος)
Middle Liddell (διδάσκαλος)

Other Lemmas (only diacritic or part-of-speech differences)

διδάσκαλος (ADJ) 97
διδάσκαλος (VERB) 33
διδάσκαλος (ADV) 3
διδασκαλος (NOUN) 2
διδάσκαλός (VERB) 1

Masculine

 SGDUPLTOTAL
NOM 1,040
ACC 938
GEN 790
DAT 348
VOC 107
TOTAL 2,159 1 1,063  

Feminine

 SGDUPLTOTAL
NOM 21
ACC 23
GEN 4
DAT 2
VOC
TOTAL 46 [] 4  

Neuter

 SGDUPLTOTAL
NOM 1
ACC 1
GEN 1
DAT
VOC
TOTAL 3 [] []  

Form List

form parse count
διδάσκαλος NOM.SG MASC 719
διδάϲκαλοϲ NOM.SG MASC 29
διδάσκαλός NOM.SG MASC 25
Διδάσκαλε NOM.SG MASC 1
διδάσκαλς NOM.SG MASC 1
Διδάλης NOM.SG MASC 1
διδδάσκαλος NOM.SG MASC 1
Διδάσκαλος NOM.SG MASC 1
διδασκάλων NOM.SG MASC 1
Διδάϲκαλοϲ NOM.SG MASC 1
διδάσκαΛος NOM.SG MASC 1
διδάχαλός NOM.SG MASC 1
διδάσκαλον ACC.SG MASC 607
διδάσκαλόν ACC.SG MASC 10
διδάϲκαλον ACC.SG MASC 3
διδάσκαλονβ ACC.SG MASC 1
διδάσκελον ACC.SG MASC 1
Διδάσκαλον ACC.SG MASC 1
διδασκάλου GEN.SG MASC 446
διδαϲκάλου GEN.SG MASC 15
Διδασκάλου GEN.SG MASC 5
διδασκόλου GEN.SG MASC 1
Διδασκάλους GEN.SG MASC 1
<διδασκάλου> GEN.SG MASC 1
διδαϲκάκου GEN.SG MASC 1
διδασκάλῳ DAT.SG MASC 170
Διδασκάλῳ DAT.SG MASC 5
διδασκάλωι DAT.SG MASC 1
διαδασκάλῳ DAT.SG MASC 1
διδαϲκάλῳ DAT.SG MASC 1
Διδάσκαλε VOC.SG MASC 62
διδάσκαλε VOC.SG MASC 36
διδάσκαλος VOC.SG MASC 4
Διδάσκαλἐ VOC.SG MASC 2
διδάσκαλον VOC.SG MASC 1
Διδάϲκαλον VOC.SG MASC 1
διδασκάλοιν GEN.DU MASC 1
διδάσκαλοι NOM.PL MASC 240
διδάσκαλοί NOM.PL MASC 12
διδάϲκαλοι NOM.PL MASC 4
Διδάσκαλοι NOM.PL MASC 1
διδάσκλοι NOM.PL MASC 1
διδασκάλους ACC.PL MASC 309
διδαϲκάλουϲ ACC.PL MASC 6
διδασκάλων GEN.PL MASC 314
διδαϲκάλων GEN.PL MASC 4
διδακάλων GEN.PL MASC 1
διδασκάλοις DAT.PL MASC 167
διδαϲκάλοιϲ DAT.PL MASC 2
διδαςάλοις DAT.PL MASC 1
διδάσκαλοι VOC.PL MASC 1
διδάσκαλος NOM.SG FEM 18
διδάϲκαλοϲ NOM.SG FEM 1
διδάσκαλός NOM.SG FEM 1
διδάσκαλον ACC.SG FEM 20
διδάϲκαλον ACC.SG FEM 2
διδαϲκάλου GEN.SG FEM 2
διδασ|καλίας GEN.SG FEM 1
διδακαὶ DAT.SG FEM 1
διδάσκαλοι NOM.PL FEM 1
διδασκάλους ACC.PL FEM 1
διδασκάλῶν GEN.PL FEM 1
διδασκάλοις DAT.PL FEM 1
διδάσκαλον NOM.SG NEUT 1
διδάϲκαλον ACC.SG NEUT 1
διδασκάλουτ GEN.SG NEUT 1