διάβολος NOUN

Count: 1,838

ShortDef

slanderous, backbiting

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (διάβολος)
LSJ (διάβολος)
Slater Pindar (διάβολος)
Lexicon Thucydideum (διάβολος)
Middle Liddell (διάβολος)

Other Lemmas (only diacritic or part-of-speech differences)

διάβολος (ADJ) 153
διάβολος (ADV) 3
διάβολος (VERB) 1
διαβολός (ADJ) 1

Form List

form parse count
διάβολος NOM.SG MASC 447
διάβολός NOM.SG MASC 17
Διάβολος NOM.SG MASC 5
διάβολοϲ NOM.SG MASC 4
Διάβολοϲ NOM.SG MASC 3
διαβόλου NOM.SG MASC 1
διάβολος< NOM.SG MASC 1
διάβολον ACC.SG MASC 276
διάβολόν ACC.SG MASC 7
Διάβολον ACC.SG MASC 3
διαβόλον ACC.SG MASC 2
2Διάβολον ACC.SG MASC 1
διαβόλου GEN.SG MASC 848
Διαβόλου GEN.SG MASC 3
διαβόλου< GEN.SG MASC 1
διαβόλουʼ GEN.SG MASC 1
διάβολος GEN.SG MASC 1
διαβόλῳ DAT.SG MASC 153
διαβόλω DAT.SG MASC 2
Διαβόλῳ DAT.SG MASC 2
διαβόρῳ DAT.SG MASC 2
σατανᾳ DAT.SG MASC 1
διάβολε VOC.SG MASC 11
διάβολοι NOM.PL MASC 8
διαβόλους ACC.PL MASC 7
διαλίθων GEN.PL MASC 2
διαβόλων GEN.PL MASC 1
διάβολοι VOC.PL MASC 1
διάβολος NOM.SG FEM 1
διαβόλου GEN.SG FEM 1
διάβολοι NOM.PL FEM 1
διαβόλους ACC.PL FEM 2
διαβόλαις DAT.PL FEM 1
διάβολόν NOM.SG NEUT 1
διάβολον ACC.SG NEUT 3
διαβόλου GEN.SG NEUT 14
διαβόλους GEN.SG NEUT 2
διαβόλῳ DAT.SG NEUT 1