πραγματεία NOUN

Count: 3,013

ShortDef

the careful prosecution of an affair, diligent study, hard work

Dictionaries

LSJ (πραγματεία)
Middle Liddell (πραγματεία)

Other Lemmas (only diacritic or part-of-speech differences)

πραγματεία (ADJ) 7
πραγματεία (VERB) 12
πραγματεία (ADV) 2

Form List

form parse count
πραγμονεΐν DAT.SG MASC 1
πραγματεία NOM.SG FEM 352
Πραγματεία NOM.SG FEM 6
πραγματεια NOM.SG FEM 1
πραγματείαU+03F2 NOM.SG FEM 1
πραγματείαν ACC.SG FEM 634
πραγτείαν ACC.SG FEM 1
Πραγματείαν ACC.SG FEM 1
πραγματείανʼ ACC.SG FEM 1
πραγμάτειαν ACC.SG FEM 1
πραγματείας GEN.SG FEM 1,006
ΠΡΑΓΜΑΤΕΙΑΣ GEN.SG FEM 16
πραγματείαϲ GEN.SG FEM 15
πραγμτείας GEN.SG FEM 2
πραγματείης GEN.SG FEM 1
πραγματεί GEN.SG FEM 1
πραγματαίας GEN.SG FEM 1
πραγματίης GEN.SG FEM 1
πραγμαείας GEN.SG FEM 1
πραγματείκς GEN.SG FEM 1
πραγματειας GEN.SG FEM 1
πραγματίας GEN.SG FEM 1
πραγματείᾳ DAT.SG FEM 504
πραγματεία DAT.SG FEM 3
πραγματείαι DAT.SG FEM 2
πραγματειώδει DAT.SG FEM 1
πραγμα|μείᾳ DAT.SG FEM 1
Πραγματείᾳ DAT.SG FEM 1
πραγμαθήσει DAT.SG FEM 1
Πραγματεία VOC.SG FEM 1
πραγματεῖαι NOM.PL FEM 31
πραγματείᾳ NOM.PL FEM 3
πραγματοῖαι NOM.PL FEM 1
πραγματείαι NOM.PL FEM 1
πραγματείας ACC.PL FEM 162
πραγματείαϲ ACC.PL FEM 3
πραγματίας ACC.PL FEM 1
πραγματειῶν GEN.PL FEM 58
πραγματείαις DAT.PL FEM 171
πραγματείαιϲ DAT.PL FEM 1
πραγῳδίαις DAT.PL FEM 1
πραγματειαις DAT.PL FEM 1
πραγματεία NOM.PL NEUT 8
Πραγματεία NOM.PL NEUT 1
πραγματεία ACC.PL NEUT 10