ἀναγκαῖος ADV

Count: 1,444

ShortDef

necessary, forcible (subst. kin, necessities for life)

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (ἀναγκαῖος)
LSJ (ἀναγκαῖος)
Anabasis Mather (ἀναγκαῖος)
Slater Pindar (ἀναγκαῖος)
Cunliffe (Lex Entries) (ἀναγκαῖος)
Lexicon Thucydideum (ἀναγκαῖος)
Lexicon Thucydideum (ἀναγκαῖος)
Middle Liddell (ἀναγκαῖος)

Other Lemmas (only diacritic or part-of-speech differences)

ἀναγκαῖος (ADJ) 12,348
ἀναγκαῖος (NOUN) 1,711
ἀναγκαῖος (VERB) 33
αναγκαιος (NOUN) 10
ἀναγκαίος (ADJ) 5
αναγκαῖος (ADJ) 5
ἀναγκαιος (ADJ) 1
άναγκαῖος (ADJ) 3
αναγκαῖος (NOUN) 1
ἀναγκαιος (ADV) 2
άνάγκαιος (ADJ) 1
ἀναγκαιος (NOUN) 1
ἀναγκαιός (ADV) 1

Form List

form parse count
ἀναγκαίως INDECL 1,316
ἀναγκαίωϲ INDECL 87
Ἀναγκαίως INDECL 32
ἀναγκίως INDECL 2
ὰναγκαίως INDECL 1
ἀνάγκαίως INDECL 1
⎡ἀναγκαίως⎤ INDECL 1
῾ἀναγκαίως INDECL 1
>ἀναγκαίως INDECL 1
ἀναγκάίως INDECL 1
ἀνωδυνώτερον @@@ -------c 1