στένος NOUN
Count: 3
ShortDef
No short def.
Dictionaries
Cambridge Greek Lexicon (στένος)
LSJ (στένος)
Other Lemmas (only diacritic or part-of-speech differences)
στενός
(ADJ)
1,365
στενός
(ADV)
3
Στενός
(NOUN)
4
Στενός
(ADJ)
1