διαμειρακιεύομαι VERB

Count: 1

ShortDef

to strive hotly with

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (διαμειρακιεύομαι)
LSJ (διαμειρακιεύομαι)
Middle Liddell (διαμειρακιεύομαι)

Form List

form parse count
διαμειρακιευόμενος PRES MID NOM.SG MASC PTCP 1