συγκατεξανίσταμαι VERB

Count: 1

ShortDef

No short def.

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (συγκατεξανίσταμαι)
LSJ (συγκατεξανίσταμαι)

Form List

form parse count
συγκατεξαναστάντος AOR ACT GEN.SG MASC PTCP 1