καταθωρακίζομαι VERB

Count: 1

ShortDef

to be armed at all points

Dictionaries

LSJ (καταθωρακίζομαι)
Middle Liddell (καταθωρακίζομαι)

Form List

form parse count
κατατεθωρακισμένοι PRF MID NOM.PL MASC PTCP 1