συναναχρέμπτομαι VERB

Count: 1

ShortDef

to cough up together

Dictionaries

LSJ (συναναχρέμπτομαι)
Middle Liddell (συναναχρέμπτομαι)

Form List

form parse count
συναναχρεμψάμενος AOR MID NOM.SG MASC PTCP 1