συγκαταιτιάομαι VERB

Count: 2

ShortDef

to be jointly accused

Dictionaries

LSJ (συγκαταιτιάομαι)

Form List

form parse count
συγκαταιτιαθέντας AOR MID ACC.PL MASC PTCP 1
συγκαταιτιαθέντων AOR MID GEN.PL MASC PTCP 1